- διδυμοτης
- διδυμότηςδῐδῠμότης-ητος ἥ двойственность, парность Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διδυμότης — διδυμότης, η (AM) [δίδυμος] 1. η ύπαρξη διδύμων 2. η δυάδα … Dictionary of Greek
διδυμότητα — διδυμότης duality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμότητι — διδυμότης duality fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμότητος — διδυμότης duality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek